Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η έκθεση

  • 1 έκθεση

    [-ις (-εως)] η
    1) выставление (наружу); 2) выставление напоказ; экспонирование, показ; 3) выставка; экспозиция; 4) компрометирование, компрометация; 5) подвергание воздействию (физических или химических факторов);

    έκθεση στο φως — подвергание воздействию света;

    διάρκεια

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έκθεση

  • 2 έκθεση

    [эктэси] οοσ. Θ. выставкаεκ.έτω [эктэто] р..показывать на выставке.εκ.ρονίζω [эктронизо] р. свергать с престола. (,εκ.ρόνιση [эктрониси] οοσ. 0. свержение с престола,εκ.εντρικός [эккэндрикос] εκ. эксцентричный,εκ.εντρικός [эккэндрикос] ουσ. а. эксцентрик,εκ.ενώνω [эккэноно] р. опорожнять.εκ.ένωση [эккэноси] ουσ. Θ. опорожнение,εκ.λησία [экклисиа] ουσ. Θ. церковь.εκ.λησιάζομαι [экклисиазомэ] р. ходить в церковь,εκ.λησιαστικός [еклисиастикос] εκ. церковныйεκ.ρεμές [экремес] ουσ. о. отвесεκ.ρεμής [эккрэмис] εκ. висячий, неопределенный, неуверенный.εκ.ρεμότητα [эккрэмотита] ουσ. Θ. неопределенность, неуверенность.εκ.ωφαντικός [эккофандикос]εκ. оглушительный,εκ.αμβάνω [экламвано] р. понимать, истолковывать,εκ.έγω [эклэго] р. выбирать, избирать.εκ.εκτικός [эклэктикос] εκ. избирательный, выборный,εκ.εκτός [зклэкгос] εκ. отборныйεκ.ιπαρώ [эклипаро} р. умолять, упрашивать,εκ.ογή [*][эклоги] ουσ. Θ. выбор,εκ.ογικός [эклогикос] εκ. выборный, избирательный,εκ.αγείο [экмагио] ουσ. о. слепок, муляж,εκ.άθηση [экматиси] ουσ. Θ. изучение.εκ.εταλλεύομαι [экмэталлэвомэ] р. использовать, эксплуатировать, угнетать,εκ.ετάλλευση [экмэтаплэфси] ουσ. Θ. эксплоатация, угнетениеεκ.ευρίζω [экнэвризо] р. нервировать.εκ.ευρισμός [экнэвризмос] ουσ. а. расстройство нервов,εκ.ευριστικός [экнэвристикос]εκ. нервирующий,εκ.αίδευση [экпэдэфси] ουσ. Θ. обучение, образование,εκ.αιδευτικός [экпэдэфтикос]εκ. относящийся к обучению, образованию, учебный.εκ.αιδεύω [экпэдэво] ρ. обучать, образовывать,εκ.ατρισμός [экпатризмос] ουσ. а экпатриация.εκ.έμπω [экпэмбо] ρ. передавать по радио,εκ.ληκτικός [экплнктикос] εχ. изумительный, поразительный,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έκθεση

  • 3 έκθεση

    [эктэси] ουσ θ выставка.

    Эллино-русский словарь > έκθεση

  • 4 έκθεση (πχ. επιτροπής)

    l'informe

    Griechisch-Katalanisch Wörterbuch > έκθεση (πχ. επιτροπής)

  • 5 έκθεση

    sergi, sergileme

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > έκθεση

  • 6 έκθεση

    1) exposition
    2) foire
    3) reportage

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > έκθεση

  • 7 έκθεση

    1) ekspozycja (f) rzecz.
    2) naświetlanie (n) rzecz.
    3) wystawa (f) rzecz.
    4) wystawienie (n) rzecz.

    Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό > έκθεση

  • 8 έκθεση

    1) vystavení
    2) vystavování

    Ελληνικά-Τσεχικής chlovar > έκθεση

  • 9 έκθεση

    1) composition
    2) essay
    3) exposure

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > έκθεση

  • 10 ödev

    έκθεση, (ev Odevi) εργασία

    Türkçe-Yunanca Sözlük > ödev

  • 11 sergi

    έκθεση, στρωσίδι

    Türkçe-Yunanca Sözlük > sergi

  • 12 tahrir

    έκθεση

    Türkçe-Yunanca Sözlük > tahrir

  • 13 exposition

    έκθεση

    Dictionnaire Français-Grec > exposition

  • 14 foire

    έκθεση

    Dictionnaire Français-Grec > foire

  • 15 reportage

    έκθεση

    Dictionnaire Français-Grec > reportage

  • 16 vystavení

    έκθεση

    Česká-řecký slovník > vystavení

  • 17 vystavování

    έκθεση

    Česká-řecký slovník > vystavování

  • 18 exposure

    έκθεση

    English-Greek new dictionary > exposure

  • 19 ekspozycja

    έκθεση

    Słownik polsko-grecki > ekspozycja

  • 20 naświetlanie

    έκθεση

    Słownik polsko-grecki > naświetlanie

См. также в других словарях:

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • έκθεση — η 1. τοποθέτηση στο ύπαιθρο ή σε δημόσιο τόπο: Τα κομμένα σύκα με την έκθεσή τους ξεραίνονται γρήγορα. 2. η τοποθέτηση γεωργικών προϊόντων ή εμπορευμάτων ή ανθρώπινων δημιουργημάτων σε δημόσιο μέρος για κοινή θέα και για πώληση: Η Διεθνής Έκθεση… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης — Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού (Λεωφόρος Στρατού 2, Θεσσαλονίκη) άνοιξε τις πόρτες του για το κοινό το 1994. Προς το παρόν είναι ανοιχτές οχτώ αίθουσες, καθεμία από τις οποίες αποτελεί μία αυτόνομη έκθεση. Αξίζει να τονιστεί ότι τα περισσότερα… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Θεσσαλονίκης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης στεγάζεται από το 1962 σ’ ένα λιτό κτίριο στο κέντρο της πόλης (Μανόλη Ανδρόνικου 6), που χτίστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Η αρχική έκθεση των ευρημάτων, που ολοκληρώθηκε το 1971,… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Βολάρ, Αμπρουάζ — (Ambroise Vollard, Νησί της Ένωσης, Μασκαρένιας 1865 – Παρίσι 1939). Γάλλος έμπορος έργων τέχνης, εκδότης και συγγραφέας. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και μετά τις νομικές σπουδές του εργάστηκε στο κατάστημα έργων τέχνης Καλλιτεχνική Ένωση (Union… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»